- πιπιστρέλλος
- ο, Νζωολ. γένος μικρόσωμων νυχτερίδων με μικρά στρογγυλά αφτιά, παγκόσμιας εξάπλωσης, αποτελούμενο από 40 περίπου είδη τής οικογένειας vespertilionidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. pipistrelle < ιταλ. pipistrello / vispistrello < λατ. vespertilio «νυχτερίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.